United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εφώναζε και ο ίδιος με πατρικήν προστασίαν: — Να φάγη η φτώχια, παιδιά! Να σχωρνάνε τα πεθαμένα! Είχε κεφάλαια ο καπετάν-Κονόμος. Αλλ' ο Λαλεμήτρος έως πόσα δολλάρια να είχεν ελθών τα πρώτον εξ Αμερικής; Όσα και αν είχεν, έκαμεν ο άνθρωπος επίδειξιν, έκαμε γάμους, έκαμεν έξοδα.

Άφησέ τα αυτά, και απαντήσατε αυτήν μόνον πλέον την φοράν, διά να μας αποδείξετε πως λέγετε την αλήθειαν· και αν ειπήτε καθένας σας πόσα δόντια έχει ο άλλος και βρεθούν σωστά, αφού τα μετρήσωμεν, τότε πλέον θα σας πιστεύσωμεν και εις όλα τα άλλα.

Έπειτα έχει και λεφτά στην τράπεζα.» «Τα μέτρησες εσύ, βλάκα; Α, Έφις, μα την πίστη μου σε ταΐζουν κουτόχορτο, αντί για ψωμί. Πες μου, πόσα σου χρωστάνε τώρα οι ευγενικές σου κυράδες;» «Τίποτα δεν μου χρωστάνε. Εγώ χρωστάω τα πάντα σ’ αυτές.» «Πάψε, γιατί θα σε ρίξω στο ποτάμι. Άκου, τώρα θα συνεχίσετε να κάνετε χρέη, για να συντηρείτε το νεαρό.

Όμως σε τέτοιες περίστασες γένονται καλοφωνότερο στόμα τα καϋμένα τα μάτια. Τότες μιλούν αυτά. Στο διάστημα κείνο, πόσα δεν της είπαν της κόρης τούτης τα μάτια μου. Κι' ακούν τα μάτια τότες. Κι' αυτινής μιλούσαν κι άκουγαν μοναχά τα μάτια. Έννοιωθα 'γω ότι τα μάτια της άκουγαν το τι της λέγαν τα δικά μου, όπως παρόμοια έννοιωθα το τι μου λέγαν τα δικά της.

Ιδού, είπεν ο Μανάιλης, απευθυνόμενος μάλλον προς τον Λάμπρον τον Βατούλαν· δεν είνε αληθές πως ό,τι επιθυμεί κανείς εκείνο και πιστεύει; — Δηλαδή; είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας. — Δηλαδή, δεν βλέπομεν πολλάκις δύο ανθρώπους, να στοιχηματίζουν μεγάλα ή μικρά ποσά, δι' έν πράγμα, του οποίου άδηλος είνε η έκβασις, πιστεύοντες και ο είς και ο άλλος ότι θα γίνη εκείνο το οποίον επιθυμούν;

Λεπτομερείας, είπε, θα είχον πραγματικώς να σας αφηγηθώ φρικαλέας. Δεν το κάμνω, διά να μη λυπηθήτε εκ περισσού, μανθάνοντες πόσα κρίματα επήρα στον λαιμό μου! Το αποτέλεσμα της αποστολής είναι έτσι κ' έτσι πολύ λυπηρόν, και πρέπει να το μάθετε. — Είναι μηδέν. Είναι αποτυχία! Αποτυχία, ως προς την ιδικήν μας υπόθεσιν.

Επί πολλάς νύκτας η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό.

ΦΙΛΟΣ. Και εθυμώσατε διότι ένας άνθρωπος σας εκακολόγησε, ενώ γνωρίζετε πόσα μου ψάλλει εμένα η Κωμωδία εις τα Διονύσια και όμως την θεωρώ φίλην και ούτε εις το δικαστήριον την εκάλεσα, ούτε επήγα να της παραπονεθώ, αλλά την αφήνω να λέγη τα συνειθισμένα της και τα πρέποντα εις την εορτήν; Διότι γνωρίζω ότι από τα σκώμματα δεν δύναται να προέλθη τίποτε κακόν, αλλ' εξ εναντίας το καλόν, όπως ο χρυσός όταν τρίβεται και καθαρίζεται, γίνεται λαμπρότερος και περισσότερον φαίνεται η αξία του.

Δεν έπρεπε τω όντι, αν δεν ήσαν τυφλοί οι άνθρωποι, να βοηθούν την μάστιγα, την διά πτερών Αγγέλων πλήττουσαν, αντί να ζητούν να την εξορκίσουν; Αλλ' ιδού, τ' Αγγελούδια δεν μεροληπτούν ούτε χαρίζονται, και παίρνουν αδιακρίτως εις τον Παράδεισον αγόρια και κοράσια. Περισσότερα μάλιστα αγόριαπόσα χαδευμένα και μοναχογέννητα! — αποθνήσκουν άωρα. Τα κορίτσια είν' εφτάψυχα, εφρόνει η γραία.

«Λαερτιάδη διογενή, πολύβουλε Οδυσσέα, έτσι λοιπόντο σπίτι σου, 'ς την ποθητή πατρίδα, θέλεις ευθύς τώρα να πας; ας γίνη• χαιρετώ σε. 205 αλλ' αντον νου σου εγνώριζες τα πόσα θα υποφέρης πάθη, όπως θέλ' η μοίρα σου, πριν φθάσηςτην πατρίδα, 'ς το δώμα τούτο ασάλευτα μαζή μου ήθελε μείνης, θα εγένοσουν αθάνατος, μ' όλον που αναστενάζεις να ίδης την γυναίκα σου, τον πόθο της ψυχής σου. 210 κ' εγώ κείνης χειρότερη καυχιούμαι ότι δεν είμαι, 'ς το σώμα και 'ς τ' ανάστημα, και ουδέ ποσώς αρμόζει θνηταίς με αθάναταις ποτέτα κάλλη να μετρώνται».