United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν συνέβαινεν όμως αυτό, αλλά μετ' ολίγον έγινε κάποιος σεισμός και ηκούσθη ως βοή βροντής• και είδα να έρχεται προς το μέρος μου μία γυναίκα φοβερά, η οποία είχεν ύψος μισού περίπου σταδίου. Εκράτει δε και δάδα εις το αριστερόν χέρι και σπαθί εις το δεξιό έως είκοσι πήχεις μακρύ.

Μοι είπον προς τούτοις οι ιερείς πολύτιμόν τινα μαρτυρίαν περί της χώρας ταύτης· ότι επί της βασιλείας του Μοίριος, όταν ο ποταμός ανέβαινε τουλάχιστον οκτώ πήχεις, επότιζε την κάτωθεν της Μέμφιδος Αίγυπτον, και όταν μοι έλεγον ταύτα, δεν είχον παρέλθει ακόμη εννεακόσια έτη αφότου απέθανεν ο Μοίρις.

Ούτω αι πυραμίδες αύται είναι εκατόν οργυιών, αι δε εκατόν οργυιαί ισοδυναμούσι με έν στάδιον εξάπλεθρον, της οργυιάς εχούσης έξ πόδας ή τέσσαρας πήχεις, του ποδός έχοντος τέσσαρας παλάμας, και του πήχεως έξ παλάμας.

Εκείνο όμως το όποιον θαυμάζω περισσότερον από όλα είναι το εξής· μετεκόμισεν από την Ελεφαντίνην έν οίκημα μονόλιθον, το οποίον τρισχίλιοι άνθρωποι διαταχθέντες επί τούτω και όντες όλοι κυβερνήται εδαπάνησαν τρία έτη διά να μεταφέρωσι. Του οικήματος τούτου το μεν εξωτερικόν μήκος είναι πήχεις είκοσι και είς, το δε πλάτος δεκατέσσαρες, και το ύψος οκτώ.

Απέναντι των προπυλαίων τούτων έστησε δύο ανδριάντας εικοσιπέντε πήχεις υψηλούς· οι Αιγύπτιοι καλούσι τον μεν προς άρκτον ιστάμενον Θέρος, τον δε προς μεσημβρίαν Χειμώνα· και εκείνον μεν τον οποίον καλούσι Θέρος προσκυνούσι και περιποιούνται, προς δε τον άλλον τον καλούμενον Χειμώνα πράττουσι τα εναντία.

Και αυτά μεν είναι τα εξωτερικά μέτρα του μονολίθου οικήματος· έσωθεν δε το μεν μήκος είναι δεκαοκτώ πήχεις και είκοσι δάκτυλοι, το δε πλάτος δώδεκα πήχεις, και το ύψος πέντε.

Και αφού ανεχωρήσαμεν συναπαντήσαμεν πολλά φοβερά κήτη εις την επιφάνειαν της θαλάσσης, το μάκρος έως διακόσες πήχεις, αλλ' οι εδικοί μου ναύται ευθύς που τα έβλεπον είχον ετοιμασμένα σακκιά γεμάτα πέτρες, και τα έρριχναν εις την θάλασσαν, και τα φοβερά εκείνα κήτη νομίζοντας διά κυνήγι τα σακκιά, έτρεχον εις τα βάθη της θαλάσσης κυνηγώντας τες πέτρες και εν τω μεταξύ ημείς διεφεύγαμεν τον κίνδυνον· με τοιαύτην εφεύρεσιν, και φθάνοντες εις το νησί Κασσήλ, εκείνην την νύκτα ηκούσαμεν τύμπανα, όργανα, και άλλους κρότους και αλαλαγμούς, που μας εφόβισαν καταπολύ.

Διότι ο άλλος κόσμος είνε γέρων, και η Ελλάς είνε ακόμη νέα· νά, διατί! Αν ο άλλος κόσμος έσπασεν αλληλοδιαδόχως όλους τους πήχεις με τους οποίους εμέτρει άλλοτε την αξίαν, και την μετρεί μόνον σήμερον με τα χρήματα, είχε καιρόν να το κάμη, διότι ζη προ αιώνων. Σεις όμως είσθε ακόμη νήπια.

Μας εφαίνετο ότι εβλέπαμεν κάτι ως κτίριον, ως εκκλησία, ως μοναστηράκι· μίαν ακτίνα ωσάν από πυρ κατακλυσμού ανθρώπων αγρυπνούντων, αλλά τον δρόμον δεν τον ευρίσκαμεν· πώς να κατέλθωμεν εκεί; Ησθάνθημεν ότι επέσαμεν δέκα πήχεις κάτω από το επίπεδον όπου ήτο το μικρόν παλαιόν μονύδριον. Εφθάσαμεν εις άβατον. Ούτε εμπρός, ούτε πίσω.

Τώρα δε, εάν ο ποταμός δεν αναβαίνη τουλάχιστον δεκαπέντε ή δεκαέξ πήχεις, δεν εκχειλίζει επί των αγρών.