United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λεν πως πρέπει ο χρόνος να σωθή, για να γίνη το κακό. Αχ! γιατί ο πατέρας να πεθάνη; Να ζούσε, θα είμαστε δεκατέσσερεις. Πρόπερσι πέθανε· μεγάλωσαν τα παιδιά και μας τάβαλαν πια κι αφτά στο τραπέζι μαζί μας. Έτσι θέλησε ο παπούς. Έτσι το θέλησε η κακή μου η τύχη! Η μητέρα μου τόλεγε πέρσι. Είχε δίκιο. Όχι! δεν την άκουσα. Να μην καθήσουνε στο τραπέζι δεκατρείς. Δεν την άκουγα και γελούσα.

Το βράδι- βράδι μόνο, όταν βασίλεψε ο ήλιος κ' έγιναν όλα λεπτότερα και περασμένα, και μαλάκωσε το φως, και μεγάλωσαν οι ίσκιοι, οι καλλονές αυτές καθάρισαν μόνες τους και στέκουνταν σαν ανάγλυφα μπροστά μου. Διά μιας κοίταξα κατά την Ασία· είχαν ανάψει και άστραφταν όλα τα γυαλιά της Χρυσοπόλεως.

Τα ταγίσανε με συκαμηνόφυλλα, μεγάλωσαν κ' έκαμαν κουκούλια, βγήκαν οι πεταλούδες, και κρατήσανε μερικές για τ' αυγά τους. Φύτεψαν έπειτα και συκαμηνιές, κ' έτσι ριζώθηκε μέσα στο κράτος όχι η βιομηχανία μονάχα, μα κ' η καλλιέργεια της πολύτιμης της κλωστής.

Σαν απέθανε ο Ακάκιος, η μεγαλήτερη κόρη του μόλις είταν εφτά χρονώ. Σα μεγάλωσαν κάπως αυτά τα κορίτσια, πηγαίνανε, για να βγάζουνε το ψωμί τους, στο Ιπποδρόμιο και στα θεάματα, και δίνανε παράσταση, θέατρο τότες δεν είχε, όχι που μας έλλειπε ο πολιτισμός, παρά επειδή μήτε οι Ρωμαίοι δεν είχανε θέατρο· και καθώς ξέρουμε, πρότυπο της Πόλης είταν η Ρώμη.

Με τον καιρό όμως τόσο μεγάλωσαν αυτά τα έξοδα, που την απόφευγε ο καθένας αυτή την τιμή. Κ' επειδή πολλές φορές τους βοηθούσε και το δημόσιο ταμείο, κι ο Ιουστινιανός τάθελε τα χρήματα για άλλους σκοπούς, πρώτα τα περιόρισε αυτά τα έξοδα, και κατόπι αφήκε ταξίωμα και κοιμήθηκε.

Τους κοίταζε πάλε ο μάγος με το γυαλί του. Αχ! τι περίεργο γυαλί είταν εκείνο! Αντίς να διή τα προσώπατα μόνο, έβλεπε, μέσα στο ψιλούτσικο, στο λιγνούτσικό τους το κορμί, την καρδιά και το μυαλό. Μεγάλωναν οι καρδιές λίγο λίγο με το γυαλί, μεγάλωναν και τα μυαλά. Αφού μεγάλωσαν οι νούδες, μεγάλωσαν πια τότες κ' οι αθρώποι. Να πούμε την αλήθεια, δεν έγινε το πράμα με μιας.

Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο, μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. αλλάτον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος, οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470 παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν• «καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα, αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσηςτο σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».

Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένοςΔέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή.