United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ενθυμούμεθα εν τούτοις τα κ α ϋ μ έ ν α τα ευζωνάκια του εν μακαρία τη λήξει Μπαϊρακτάρη, άτινα επί μήνας πολλούς είχον αληθώς ειρηνεύσει τας αθηναϊκάς νύκτας, αδυσωπήτως συλλέγοντες από πάσης αγυιάς και λεωφόρου και ρύμης της πρωτευούσης πάσαν μεγαλόφωνον μουσικήν συμμορίαν, και ευσυνειδήτως ταμιεύοντες τα παραπαίοντα μέλη της εντός των δροσερών κατωγείων των αστυνομικών κρατητηρίων, . . . και ευλογούμεν την ωραίαν εκείνην εποχήν.

Ο Έφις είχε μια μακάρια όψη: οι πυκνές ρυτίδες γύρο από τα ζωηρά του μάτια έμοιαζαν με ακτίνες, και ο ίδιος δεν προσπαθούσε να κρύψει την χαρά του. «Είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης, λέω όμως ότι η Θεία Πρόνοια ξέρει τι κάνει!» «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ! Υπάρχει κάποιος τουλάχιστον που καταλαβαίνει τον λόγο», είπε η ντόνα Έστερ. Η Νοέμι όμως χλόμιασε πάλι.

Ο Μαθιός έβραζε απομέσα του. Στριφογύριζε, αναστέναζε, χασμουριότανε. Τον είχε πιάσει το μεράκι. Ήθελε να τραγουδήση, να ξεφωνήση, να βγάλη μια φωνή που να φτάση ως τάστρα. Έλεγες πως τον έπνιγε το τραγούδι στο λαιμό. Άξαφνα έμπηξε μια φωνή. Οι άλλοι ξαφνιστήκανε: «Μακαρία η οδός η πορεύει σήμερον, ότι ητοιμάσθη σοι τόπος αναπαύσεως».

Ηρακλείδες: Το δράμα αναφέρεται στην περίθαλψη των Ηρακλειδών στην Αττική κι αποτελεί ύμνο στην ανδρεία των Αργείων και των Αθηναίων ηρώων. Το επεισόδιο, όπου η Μακαρία παραδίδεται με τη θέλησή της στον θάνατο προς χάριν της κοινής σωτηρίας, εντείνει την τραγικότητα του δράματος. Η μετάφραση, σε στίχους Κ. Βάρναλη.

Οι οφθαλμοί μας είδον τον Βασιλέα εις το κάλλος Του. «Και εθεασάμεθα την δόξαν Αυτού, δόξαν ως Μονογενούς παρά Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας». Και αφού τον είδομεν, δυνάμεθα ευκόλως να εννοήσωμεν πώς, καθώς Αυτός ωμίλει, μία τις γυνή εκ του όχλου, επάρασα φωνήν είπε: «Μακαρία η κοιλία η βαστάσασα Σε, και μαστοί ους εθήλασας!» «Μενούν γε, απήντησεν Εκείνος, με λέξεις πλήρεις βαθέος και γλυκέος μυστηρίου, μακάριοι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν».

&1834, Αλωνάρη 27&. Του Αγίου Παντελεήμονος έγεινε μεγάλος σεισμός που έπεσαν καμπόσα σπίτια, σκοτώθηκαν και δυο άνθρωποι. &1840, Μάης μήνας& γύρισα από τη Βλαχιά πούχα ξενιτευθή για έξ χρόνια με το μπάρμπα μου. &1841, Απρίλη πρώτη&. Εκοιμήθη ο μακαρία τη λήξει γενόμενος Λεόντιος δεσπότης, που δεν ήτον Κυριακή και γιορτή που να μη βγάλη λόγο στες εκκλησιές μέσα στα Γιάννινα και στα χωριά.

Ως ήμην κατασκονισμένος εκ της κοπιώδους πορείας, πριν νιφθώ εις την δροσεράν πηγήν, έστην εις το κατώφλιον του ναΐσκου, παρασυρθείς υπό της γλυκείας μελωδίας του ψαλλομένου άσματος: «Μετά των αγίων ανάπαυσον. . . ». Από της θύρας, σκιαζομένης υπό τινος αγριελαίας, ηκροώμην του πενθίμου ύμνου, περιεργαζόμενος συνάμα τα εν τω μικρώ και απλώ εκείνω ευκτηρίω, το οποίον εν τω κάτω πατώματι προς την ανατολικήν πλευράν είχε προορίσει διά τα ασκητικάς προσευχάς του ο εν μακαρία τη λήξει Διονύσιος ο Λογιώτατος, ο Γέροντάς του, τελευταίος των Κολλυβάδων, αυστηρός και άκαμπτος, ανήκων εις μίαν των ισχυροτέρων οικογενειών της νήσου «ο Γέροντας» αποκαλούμενος.

Αναφέρονται εις την περίθαλψιν των Ηρακλειδών εν τη Αττική και εξυμνούν την τότε ανδρείαν των Αργείων και Αθηναίων ηρώων. Το επεισόδιον, εν ω παραδίδεται εκουσίως εις θάνατον η Μακαρία, χάριν κοινής σωτηρίας, εντείνει την τραγικότητα του δράματος. Δρ. 1.50 Η μετάφρασις έμμετρος, αποδίδουσα το πρωτότυπον, υπό του κ. Κ. Βάρναλη. Εκάβη.

Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος Όταν το φως επλούτει Τα βουνά και τα κύματα, Σε εμπρός των οφθαλμών μου Πάντοτες είχον. Συ, όταν τα ουράνια Ρόδα με το αμαυρότατον Πέπλον σκεπάζη η νύκτα, Συ είσαι των ονείρων μου Η χαρά μόνη. Τα βήματά μου εφώτισε Ποτέ εις την Αυσονίαν, Γη μακαρία, ο ήλιος· Κει καθαρός ο αέρας Πάντα γελάει.

Προ μικρού μόλις επέστρεψα παραζαλισμένη και κεφαλαλγούσα εις την οικίαν μου, αφού επί δύο σχεδόν ολoκλήρους ώρας περιήλθον την οδόν Αιόλου από της πλατείας της Ομονοίας μέχρι της μακαρία τη λέξει Ω ρ α ί α ς Ε λ λ ά δ ο ς, και εκείθεν την οδόν Ερμού μέχρι της πλατείας του Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς, και εκείθεν την οδόν Σ τ α δ ί ο υ μέχρι του Σ ο λ ω ν ε ί ο υ, και εκείθεν πάλιν την οδόν Αιόλου, και πάλιν την οδόν Ερμού, και καθεξής και καθεξής, ως έλεγεν ο μακαρίτης Ασώπιος.