United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον η μάγισσα εγύρισε πάλιν εις το παλάτι των δακρύων, και εμβαίνοντας μέσα, επλησίασε τον αγαπητικόν της τον αράπην και του λέγει· έκαμα τα όσα μου παρήγγειλες· σήκω τώρα λοιπόν διά να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου και να μου δώσης εκείνην την ευχαρίστησιν, που τόσον καιρό είμαι στερημένη.

Και τώρα : Την ερώτησεν ο Γιάννος με λαχτάρα. — Τώρα, του λέγει η Μάγισσα, ν’ αλλάξη την καρδιά της. Τίποτες άλλο δε μπορεί, παρά ο ανθός εκείνος. Που στα τραγούδια λέγεται «Βοτάνι της Αγάπης» .

Έδωκε ο θεός και βρέθηκε το χάσιμο... Ο νέος ο βασιλιάς έγινε ακόμα πιο χλωμός και τα γόνατά του λυγίσανε να πέση χάμω. — Βρέθηκε το χάσιμο. Κ' η κλέφτρα η μάγισσα, του Σατανά η γέννα, ρέβει τώρα μες τα σίδερα. Κρύος ιδρώτας έλουσε το νέο το βασιλιά κ' ένα σκοτάδι απλώθηκε στα μάτια του. Έκανε κουράγιο και είπε στον πατέρα του: — Πατέρα μου και βασιλιά μου.

τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της· πηγαίνειτο Χαλέπι το καράβι του· κ' εγώ εκεί θα 'πάγωένα κόσκινο· θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά , να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ευχαριστώ. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Κοιλιά φειδιού του βάλτου, βράσε, φούσκωσε! Να 'μάτι γουστερίτσας, πόδι βαθρακού, πούπουλο νυχτερίδας, σαύρας δακτύλο, πτερό της κουκουβάγιας, στόμα σκουληκιού, και γλώσσα μανδροσκύλου, και οχειάς κεντρί! Όλ' ανακατωθήτε και αφρίζετε, να γείνη στοιχειωμένος διαβολοχυλός! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!

ΓΛΥΚ. Νομίζεις, Θαΐ, ότι την επροτίμησε για την ωμορφιά της; Δεν ξέρεις ότι το Χρυσάριον, η μάννα της, είνε μάγισσα και ξέρει ξόρκια της Θεσσαλίας και κατεβάζει το φεγγάρι; Λέγουν δε ότι και πετά τη νύκτα, σαν νυκτερίδα. Αυτή με τα μαγικά που τον πότισε τον άνθρωπο τον ετρέλλανε και τώρα τον τρυγούν. ΘΑΪΣ. Παρηγορήσου, Γλυκέριον• άλλον θαύρης και συ να τρυγήσης κι' αυτόν μούντζωσ' τον.

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου, ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου, ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει, στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει, στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα, στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι, στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει· ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

Συχνότερα τη μαγική τη κάνουν οι Γύφτισσες, οι Εβραίισσες κι’ οι Τούρκισσες και πολύ σπάνια να βρεθή Χριστιανή μάγισσα. Οι Τουρκογύφτισσες θεωρούνται ως σπουδαιότερες μάγισσες. Κάθε Τουρκογύφτισσα, ποια πολύ και ποια λίγο, είναι και μάγισσα. Ύστερα από τες Γύφτισες έρχονται οι Εβραίισσες.

Ο καινούργιος ο δήμαρχος, με τη δωδεκάδα, προσκάλεσεν απ' την Χαλκίδα τον κυρ-Μαχανικό με τη μαχανή. — Α, την κυρά-Μαχανή, την μάγισσα! Καλά έκαμε, διέκοψεν ο ποιμήν. — Όχι, χριστιανέ μ'. Ακούς να σ' πω. Τον κυρ-Μαχανικό. — Α, τον κυρ Μαχανικό! επανέλαβεν ο γέρων μετά σοβαρότητος. Κατάλαβα! — Ναι, εξηκολούθησεν η γραία, Τον κυρ-Μαχανικό, απ' λες, για να φκιάση, λέει, το χωριό.