United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


εκείνον ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Αχ,! οι θεοί, φίλ' Εύμαιε, τ' όνειδος να κτυπούσαν οπ' ενεργούν τούτ' οι ασεβείς παράνομοι και αυθάδεις 170το ξένο σπίτι, κ' εντροπής μέρος ποσώς δεν έχουν».

Έσκυψε και τη φίλησε κρυφά στο σκοτάδι, ντροπαλός σα κορίτσι. — Καληνύχτα! είπε η Ουρανίτσα ξερά-ξερά. Ήθελε να του πη κατευόδιο, καλή αντάμωσι, χίλια λόγια ήθελε να του πη. — Καληνύχτα! ξαναείπε. Στάθηκε και τον κύτταξε ως που έστρηψε το σοκάκι. Τα βαρειά του υποδήματα κτυπούσαν απάνω στα καλντερίμια. Σε λίγο δεν άκουγε τίποτε, μα στεκότανε ακόμα φέγγοντας με το λυχνάρι στον έρημο δρόμο.

Διπλά κ' οι δύο τον εχθρόν και τρίδιπλα 'κτυπούσαν ωσάν να θέλουν να λουσθούν εις αίματ' αχνισμένα, ή ένα νέον Γολγοθά ν' αναστηλώσουν... Όμως 'λιγοθυμώ... Βοήθειαν γυρεύουν αι πληγαί μου. ΔΩΓΚΑΝ Επίσης με τα λόγια σου σ' αρμόζουν κ' αι πληγαί σου· τιμήν μυρίζουν και τα δυο. — Χειρούργους φέρετέ του. Ποιος είν' αυτός που έρχεται; ΜΑΛΚΟΛΜ Είναι του Ρως ο Θάνης .

Ο Μόχογλους είχε στο στόμα ένα σαρδώνιο γέλιο· μαπό το σαστισμό του ο Σιφογιάννης κιαπό το δουλικό φόβο που δεν τον άφηνε να σηκώση το βλέμμα στο πρόσωπο του Αγά, δεν είδε τίποτε. Ανέβη ως τόσο στον ξερότοιχο με αρκετή δυσκολία από την τρομάρα που τον κρατούσε σ' όλα του τα μέλη. Τουρτούριζε ο κακομοίρης και τα δόντια του κτυπούσαν. Τότε ο Μόχογλους του είπε: — Ό,τι σου λέω να λες!

τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρατο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλληςτην θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτούτην άκρα, κ' έδεσατον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνάτην πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρόςτην πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέατην λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερότην πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν καιτα καράβια φθάσαν. και αυτόςτην πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουντα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.