United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επροτίμησε ναγνοή και εκείνη και αυτός τι έμελλε να πράξη. Μίαν μόνην απόφασιν έλαβε. Να κρούση την θύραν του οικίσκου και να ζητήση άσυλον διά την Αϊμάν μέχρι της πρωίας. Τούτο δε και έπραξε. Παρήλθε πολύς χρόνος μέχρις ου ο Τρέκλας, όστις εκοιμάτο εντός του οικίσκου, αφυπνισθή και ανοίξη την θύραν. Τέλος ηγέρθη μορμυρίζων, απέσυρε τον βαρύν λίθον όστις έκλειεν όπισθεν την θύραν, και ήνοιξεν.

Αυτά μούπεν εκείνη κ' εγώ ταναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω· γιατ' άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι. Μα τώρα πούχω να τον 'δώ σωστά δώδεκα 'μέρες κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνάει εμένα. Μα τώρα με τα μάγια μου θε να τον σφικτοδέσω, κι αν πάλι θα με τυραγνά, τωρκίζομαι στις Μοίρες, την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχυά να πάη να κρούση.

Ο Κρυστάλλης με τον &Τραγουδιστήν του χωριού και της Στάνης& μας παρουσιάζεται ζωντανός και μεστωμένος ποιητής, με φλογέραν ηχηροτέραν και άσμα ζωηρότερον και υπόσχεταιεάν έζηνα συγκινήση τα πλήθη των αναγνωστών, να κρούση αρμονικώτερον τας χορδάς και να δονίση τας καρδίας.

Τη στιγμή ταύτη εφάνη εις την Βεάτην ότι ήκουσεν ως πνοήν ή στεναγμόν τινα, κίνημά τι ανθρώπου αφυπνιζομένου. Ηκροάσθη. Δεν ήκουσε πλέον τίποτε. Ενόμισεν ότι ηπατήθη την πρώτην φοράν. Ητοιμάζετο να κρούση και εκ τρίτου. Αλλά συγχρόνως ήκουσε βήματα εκ του αντιθέτου μέρους. Διά της κλίμακος ην είχεν αρτίως αναβή, ανέβαινέ τις.

Διότι ο ήχος είναι η κίνησις του δυναμένου να κινήται κατά τον αυτόν τρόπον, καθώς τα αναπηδώντα πράγματα κινούνται από των λείων σωμάτων, όταν τις κρούση αυτά. Καθώς νευ φωτός δεν είναι ορατά τα χρώματα, ούτως άνευ ψόφου δεν διακρίνονται το οξύ και το βαρύ. Οξύ και βαρύ λέγονται κατά μεταφοράν από των αντικειμένων της αφής.

Ενώ εδίσταζεν, αν έπρεπεν ούτω να κάμη, ή μάλλον ν' ανέλθη απλώς εις το χαγιάτι και να κρούση την θύραν, ήκουσε φωνάς μικρών κορασιών. Ολίγον παρέκει ήτον το πηγάδι με τον μάγγανον, και δίπλα η στέρνα, χαμηλή, βαθεία, με τας όχθας μόλις ανεχούσας υπεράνω της επιφανείας της γης.

Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• «Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, ‘ς ταις μάχαις καιτα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».

Κ' ενθυμείτο τώρα ο Μιστόκλης εκείνο το τερπνόν πανόραμα όπερ από της κορυφής εκαμάρωνε κάθε πρωίαν, αναμένων εις τας επάλξεις του βράχου, να ίδη αν έρχωνται προσκυνηταί να κρούση τον κώδωνα. Ηπλούτο γύρω-γύρω η πόλις λευκή, κατάλευκος, με τους ναούς της και τα παλάτια της, με τας πλατείας της και τα καθαρά τετράγωνα των νέων συνοικισμών.

Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170 και ωμίλησ' ο Αλκίνοοςεκείνους μέσα κ' είπε• «Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου• έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 'πουτην πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους, κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175 ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση• τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος• και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• μη προβοδήστετο εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση». είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.