United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι δεν αρκεί ότι είνε αθάνατοι διά να είνε δι' αυτό και καλλιτέρα η θέσις των• εξ εναντίας διά τούτο η τύχη των είνε χειροτέρα, διότι τους μεν ανθρώπους ελευθερώνει ο θάνατος, διά σας δε το πράγμα τραβά εις μέγα μάκρος, η δουλεία σας γίνεται αιωνία και στρέφεται εις ατελεύτητον κλωστήν.

Τώρα, άκουσε, είπεν ο Πετρώνιος. Από σήμερον είμαι υπό δυσμένειαν. Και αύτη η ζωή μου κρέμαται από μίαν κλωστήν. Δεν ισχύω τίποτε πλησίον του Καίσαρος. Και ακόμη χειρότερα. Είμαι πεπεισμένος ότι θα πράξη εναντίον των παρακλήσεών μου. Θα σε εσυμβούλευα να φύγης μετά της Λιγείας ή να την λυτρώσης διά της βίας. Εννοείς ότι εάν κατώρθωνες να φύγης, η οργή του Καίσαρος θα εστρέφετο εναντίον μου.

Επί τέλους επροσποιήθησαν ότι εβγάζουν το ύφασμα από το εργαλείον, έκοβαν τον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, έρραψαν με βελόνας χωρίς κλωστήν και εκήρυξαν ότι τα βασιλικά φορέματα είναι έτοιμα. Ο βασιλεύς υπήγε πάλιν με την συνοδείαν του· οι δε αγύρται εσήκωναν το έν χέρι, ωσάν να εκρατούσαν κάτι, και έλεγαν: Ιδού το βρακί, ιδού ο επενδύτης, ιδού ο μανδύας, και ούτω καθεξής.

Τι θα έκαμνεν εκείνος ο οποίος οικοδομεί οικίαν με πολλήν σπουδήν και βιάζει τους εργάτας να τελειώσουν το ταχύτερον, εάν εμάνθανεν ότι μόλις την στεγάση θ' αποθάνη και θα την αφήση εις τον κληρονόμον του, χωρίς να προφθάση ο κακομοίρης να δειπνήση εντός αυτής; Εκείνος δε ο οποίος χαίρει διότι η γυναίκα του εγέννησεν αρσενικό παιδί και έχει καλέση διά τούτο τους φίλους του εις γεύμα και δίδει εις το παιδί το όνομα του πατρός του θα έχαιρε, νομίζεις, αν εγνώριζεν ότι το παιδί εκείνο θ' αποθάνη όταν γίνη επτά ετών; Και η αιτία είνε ότι βλέπει μεν τον πατέρα ο οποίος είνε ευτυχής διότι ενίκησεν ο υιός του εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, δεν βλέπει δε τον γείτονα ο οποίος κηδεύει το παιδί του και δεν φαντάζεται από ποίαν λεπτήν κλωστήν κρέμεται η ευτυχία διά την οποίαν χαίρει.

Και έλαβον, ο μωρός, μίαν κλωστήν διά να βολιδοσκοπήσω το χάος· και ελαίου μίαν τρίχα προσφιλούς κεφαλής, διά να σύρω οπίσω μου τους ηλίους του στερεώματος· και έλαβον μίαν πλάστιγγα ξυλίνην, διά να ζυγίσω την ύλην, και έν κάτοπτρον, ίνα εγκατοπτρίσω εν αυτώ την ψυχήν των ανθρώπων.

ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εγώ εδώ θα καρτερώ, και να ξεχνάς θα θέλω, και κάθε τι θα λησμονώ εκτός ότι σε βλέπω. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Κοντεύει το ξημέρωμα. Το ήθελα να φύγης, αλλ' όχι πλέον μακρυά απ' το μικρόν πουλάκι, π' αφίνει απ' το χέρι της μια νέα να μακραίνη, με μιαν κλωστήν μεταξωτήν 'σαν αλυσοδεμένον, και 'πίσω πάλιν πηδηκτόν το σέρνει ‘ς την ποδιάν της· τόσον το θέλει ‘ς την σκλαβιάν απ’ την πολλήν αγάπην.

Τι έχεις ν' απαντήσης εις αυτά; ΔΑΜ. Άφησε να γελάσω πρώτον όσον αξίζει ο συλλογισμός σου και έπειτα σου απαντώ. ΤΙΜ. Αλλά φαίνεται ότι δεν θα παύσης ποτέ να γελάς. Δεν μου λέγεις τι το γελοίον βλέπεις εις αυτό το οποίον είπα; ΔΑΜ. Γελώ διότι δεν εννοείς ότι εκρέμασες την άγκυράν σου και μάλιστα την ιεράν από λεπτήν κλωστήν.

Οι γείτονες ήσαν βέβαιοι, όταν δεν ήκουον το πρωί τον κτύπον του εργαλειού της, ότι είτε στρήβει με το αδράχτι της η γειτόνισσά των νέαν κλωστήν, είτε την τυλίγει εις την ανέμην της, είτε εμπρός εις το ροδάνι της γεμίζει με μαλλί ή με μετάξι τα μασούρια του διά να στήση καινούργιο πανί.

Λυπημένη εστάθη η Φωτεινή και έβλεπεν Ω, ναι, πολλά δεν ημπορούσαν πλέον να κινηθούν, άλλα ήσαν κάτω πεσμένα και άλλα, ενώ είχαν αναβή επάνω εις το κλαδί διά ν' αρχίσουν να πλέκουν το κουκούλι των, έμμενον εκεί με την κλωστήν εις το στόμα, χωρίς να έχουν την δύναμιν να προχωρήσουν. — Άκουσε τι θα κάμω, είπεν επί τέλους η Φωτεινή.