United States or Kazakhstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς μπορούσε να είνε πρόστυχη και τιποτένια τέτοια λυγερή; Πήγε και ξαναπήγε στο σπίτι της. Την άκουσε να τραγουδή και μαγεύτηκε. Την είδε να υφαίνη, να μασουρίζη, να κεντά και τη θαύμασε. Λίγο λίγο άφησε τα παιγνίδια, παράτησε και τους συντρόφους του. Έκαμε συντροφιά την Ελπίδα. Έπειτ' από τη μάννα του πρώτη του έγνοια ήταν εκείνη.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο σπίτι, γιατί εδέχθη 360 εις την καρδιά τον φρόνιμο τον λόγο του παιδιού της• και αφού 'ς τ' ανώγι ανέβηκε με ταις γυναίκαις έκλαιε τον ποθητόν της Οδυσσηά, έως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. καιτα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, 365 κ' ευχήθηκε ο καθένας τους σιμά της να πλαγιάση, και ο συνετός Τηλέμαχος τον λόγον 'πήρε κ' είπε•

Να το ποτήρι θαύμασε πόσο καλά μυρίζει· λες και στις βρύσες των Ωρών είνε μοσχοπλυμένο. Έλα κοντά, Κισσαίθα μου· και συ άρμεξέ την τώρα. Και σεις οι άλλες γίδες μου για μη χοροπηδάτε, γιατ' είν' ο τράγος έτοιμος να σας καβαλλικέψη. Θέστυλι, πούν' οι δάφνες μου και πού τα μαγικά μου; Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη, αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.

Αφού ο αρχικυνηγός του ιστόρησε τα συμβάντα, ο Μάρκος θαύμασε την ωραία διάταξι της συνοδείας, το καλό κόψιμο του ελαφιού, και τα σπουδαία συστήματα του κυνηγιού. Μα προ πάντων θαύμαζε το ωραίο, ξένο αγόρι, και τα μάτια του δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω του. Από πού του ερχότανε αυτή η πρώτη τρυφερότης; Ο Βασιληάς ρωτούσε την καρδιά του και δεν μπορούσε να καταλάβη.

Θαύμασε αυτή κ' εγύρισετο δώμα, ότι τον λόγον του τέκνου της τον φρόνιμον εδέχθητην καρδία. 355 και με ταις κόραις έφθασε 'ς τ' ανώγι, αυτού να κλαίη πικρά τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνοτα βλέφαρά της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.

Ο Βινίκιος παρετήρησε τον Πετρώνιον με εμβρόντητον ύφος και έπειτα, είπε: — Συγχώρησέ με, την αγαπώ, και ο έρως μου ταράσσει το πνεύμα. Θαύμασέ με, Μάρκε. Προχθές ιδού τι είπα εις τον Καίσαρα: «Ο ανεψιός μου Βινίκιος είναι ερωτευμένος με μίαν αδύνατον κόρην διαμένουσαν εις του Αούλου.

Ο Κακαμπός εξηγούσε τα καλά λόγια του βασιλιά στον Αγαθούλη κι' αν και μεταφρασμένα, φαινόντανε πάντα καλά λόγια. Απ' όλα, που θαύμασε ο Αγαθούλης, αυτό δεν ήτανε το λιγώτερο εκπληχτικό. Πέρασαν ένα μήνα φιλοξενούμενοι έτσι.

Θαμπωμένο από την αίγλη των έργων των προγόνων του που αναφέραμε, δεν πρόφτασε να εξετάσει και να ξεκαθαρίσει τα πράματα, δεν κατάφερε να καλοστοχαστεί και είπε: «Η γ λ ώ σ α τ ω ν π ρ ο γ ό ν ω ν, αυτή ήταν έξοχη, αφού σ' αυτήν εγράφτηκαν τα έξοχα τα έργα, που ο κόσμος αντιλαλεί εξαιτίας τους και που και μάς ακόμη μάς περιχύνουν με τέτοια φεγγοβολήΕίπε και θαύμασε!