United States or Senegal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πρωτόγυφτος εκύτταζε τον ξένον απορηματικώς. — Θα είνε με δύο οπλισμένους ανθρώπους, επανέλαβεν ο άρχων. — Με δύο ωπλισμένους; αντήχησεν υποκώφως η φωνή του Γύφτου. — Ναι. — Δεν το είξευρα. — Και εν ανάγκη θα γείνουν τρεις, τέσσαρες, ημίσεια δωδεκάςΤο πιστεύω. — Δεν μας είνε δύσκολον. — Ειξεύρω ότι ο άρχων έχει εξουσίαν εις τον τόπον. — Διότι την απέκτησα. — Βέβαια.

Ως όνειρον εφάνη εις την νεαράν γυναίκα ό,τι έβλεπεν και παρήλθεν ημίσεια σχεδόν ώρα χωρίς να θελήση ν' αποσπασθή από το θεωρείον της. Η καρδία της έπαλλε, αλλ' οι παλμοί της τώρα ήσαν αλλοίας φύσεως· ήρχισε να εννοή.

Μαρία η Μαγδαληνή μετ' άλλων γυναικών έρχεται εις τον τάφον. Επιστρέφει να εύρη τον Πέτρον και Ιωάννην. Ώρα 11 και ημισεία. Αι άλλαι γυναίκες βλέπουσιν Άγγελον και επιστρέφουσιν εις την πόλιν. Ώρα 12. Η Ιωάννα και άλλαι επισκέπτονται τον τάφον, και βλέπουσι δύο Αγγέλους, οίτινες πληροφορούσιν αυτάς. Ο Πέτρος και Ιωάννης έρχονται εις τον τάφον.

Μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και η Οθωμανίς μετά του υιού της απήρχετο εν αληθεί θριάμβω, άγοντες μεθ' εαυτών την μητέρα και τον αδελφόν μου, ως εάν ήσαν τα μάλλον περιζήτητα λάφυρα. Εις εμέ ούτε αι υποθέσεις, ούτε αι διαθέσεις μου επέτρεπον ν' αλλάξω κατοικίαν. Απεποιήθην λοιπόν να δεχθώ την ξενίαν των όπως την προσέφερον.

Αλλ' εάν ο κρημνώδης δρομίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειάζετο σχεδόν ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νυξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.

Άλλη ημίσεια ώρα μέχρις ου στραιολογήσωσιν ως κωπηλάτας πορθμείς ή αλιείς εκ της προκυμαίας, των οποίων αι λέμβοι, δίκωποι ή τετράκωποι και βαρείαι ούσαι, δεν εκρίνοντο κατάλληλοι διά την καταδίωξιν, — και μέχρις ότου συνεννοηθώσιν όλοι, και είνε όλοι σύμφωνοι να εκπλεύσωσι. Τέλος επέβησαν της σκαμπαβίας, ο κυρ-Μοναχάκης έβδομος εκάθισεν εις το πηδάλιον, και εξεκίνησαν.

Ο ιερεύς του χωρίου, όστις από πολλού ηγωνίζετο να σκάψη υπονόμους εναντίον του Πλήθωνος ησθάνθη αγίαν πνευματικήν αγαλλίασιν, μαθών ότι και ο ευλαβής ασκητής, ο τρεφόμενος διά κερατίων, προσήλθεν αρωγός των ευσεβών προσπαθειών του, και ημίσεια δωδεκάς γραϊδίων, άτινα δεν ήτο δύσκολον να συναθροισθώσιν από των τεσσάρων άκρων του χωρίου και να ευρεθώσιν εγκαίρως πανταχού όπου συνέβαινε συνδιάλεξίς τις προσοχής αξία, έθεσαν ευθύς τας θρυαλλίδας.

Παρήλθεν ημίσεια ώρα εωσού οι δύο ναύται του καπετάν Κυριάκου πεισθώσι να ξεκολλήσουν από τα σπίτια των. Άλλη ημίσεια ώρα αχρισότου εύρωσι βάρκαν, ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσι την σκαμπαβίαν εις την θάλασσαν.

Είχεν άλλον τόσον δρόμον να βαδίση, μίαν ώραν περίπου, επίπεδον και κατήφορον πλαγινόν. Ο Ήλιος εψήλωνεν, έκαιε τα νώτα του αναβάτου, και ήτο ήδη ενδεκάτη και ημίσεια, όταν έφθασεν εις το κτήμα του ο καπετάν Γεωργάκης.

Ο παπά- Φραγκούλης απεφάνθη ότι, αφού εξάπαντος θα ενύχτωναν, κάλλιον θα ήτο να δοκιμάσωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδύναντο να προχωρήσωσι διά θαλάσσης, και ύστερον θα είχον καιρόν να καταφύγωσι και εις την δευτέραν μέθοδον. Ήδη ο ήλιος επιφανείς ακόμη μίαν φοράν έκλινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημίσεια ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε.