United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η κνίσσα του ασεβούς εκείνου μαγειρείου εσκανδάλιζεν ουκ ολίγον τους ευλαβείς ρώθωνας των γραικών κολογήρων.

Έστωντας γουν να υπάγη εις την Ρόδον ο παμμίαρος ήρχισε να διδάσκη εις τας αγοράς και εις τας πλατείας των πόλεων την ασεβή καινοτομίαν του, και οι ευλαβείς προεστοί και ιερείς του τόπου, φοβούμενοι μήπως ακολουθήση ο λαός κατόπιν του, διά να προφυλάξωσι το ποίμνιον να μη γείνη βορά του μιαιφόνου λύκου, τον κατεδίωξαν και εζήτουν να τον φυλακώσωσιν.

Την ιδίαν ώραν συνέβη και τούτο. Ενώ ο παππάς απήγγελλε τας μακράς αιτήσεις της Λιτής, επισυνάπτων και τα ονόματα όλα ζωντανά και πεθαμένα, όσα του είχον υπαγορεύσει αφ' εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως το τριπλούν «Κύριε Ελέησον» με την χονδρήν φωνήν του, και με όλον το πάθος της ψαλτικής του.

Και προσηύχετο ώραν εκεί, προ της εικόνος του αγίου, κάμνουσα ευλαβείς σταυρούς η Θωμαή: — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη! Και εγονυπέτει επανειλημμένως, ενώπιον του μεγαλομάρτυρος ιππέως, η Θωμαή: — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη! Και προσεκόλλα οβολούς η Θωμαή επί της εικόνος του τροπαιοφόρου αγίου, του ρυομένου τους αιχμαλώτους: — Άη μ' Γιώργη! Άη μ' Γιώργη!

Είχεν ακούσει πολλά να λέγουν γυναίκες ευλαβείς περί των αρετών του Γέροντος εκείνου, του παπ' Ακακίου, όστις προ ολίγου καιρού μόνον είχεν έλθει εις την νήσον, και είχε κατοικήσει εις τον Άγιον Σώστην, παλαιόν αναχωρητήριον μετά ερήμου ναΐσκου, το οποίον έκειτο επί μικρού θαλασσοπλήκτου βράχου, όστις απετέλει σκόπελον ή μικρόν νησίδιον παρά την βορείαν, μικρόν προς δυσμάς κλίνουσαν, κρημνώδη ακτήν, και με την άμπωτιν των υδάτων, το νησίδιον εγένετο μικρά χερσόνησος.

Ο ολίγος κόσμος, όστις είχεν οδοιπορήσει προς τα εκεί διά να εορτάσητριάντα περίπου ευλαβείς οικοκυράδες, και άνδρες δέκα ή δεκαπέντε, και άλλα τόσα παιδία, είχαν υπάγει διά ν' αγρυπνήσουν· άλλως, ποίος θα εκόμιζε ρούχα διά να κοιμηθή; και ποίος θα επήγαινε διά να κοιμηθή εν υπαίθρω; Ο Γούμενος είχε κοιμηθή στο κελλί.

Τότε έθεσαν εις την κεφαλήν του στέμμα εξ ανθέων, και ωσάν ακόλουθοι ευλαβείς προ Βασιλέως, εστάθησαν εν τάξει προ αυτού δεξιόθεν και αριστερόθεν. Και τα παιδία συνελάμβανον διά της βίας οιονδήποτε διερχόμενον εκείθεν και εκραύγαζον προς αυτόν: «Ελθέ και προσκύνησον τον Βασιλέα, έπειτα εξακολούθησον τον δρόμον σου

Τότε οι ευλαβείς, ερχόμενοι προς βοήθειαν του θεού, τους κτυπώσιν· εκείνοι υπερασπίζονται, σφοδρά ραβδομαχία επακολουθεί, και πολλαί κεφαλαί συντρίβονται. Και υποθέτω μεν ότι πολλοί και αποθνήσκουσιν εκ των τραυμάτων, πλην οι Αιγύπτιοι βεβαιούσιν ότι ουδείς ουδέποτε απέθανεν. Διηγούνται δε ως εξής την σύστασιν της πανηγύρεως ταύτης.

Αν ανήκον εις τους ευλαβείς εκείνους και θεοσεβεστάτους θεολόγους, οίτινες προτείνουσι να κρεμασθή ο καθηγητής Ζωχιός, διότι αναπτύσσει τας θεωρίας του Δαρβίνου από της πανεπιστημιακής καθέδρας, και τον πρόσφατον θάνατον χρηστού ανδρός απέδωκαν εις οργήν του θεού, τιμωρήσαντος δήθεν τον υποστηρίζοντα την διάλυσιν των μοναστηριακών κηφηνείων, θα απέδιδα και εγώ τον αιφνίδιον αυτόν χειμώνα εις οργήν θεϊκήν, τιμωρούσαν επί τη παραλυσία των τους από ενός ήδη και ημίσεος μηνός διασκεδάζοντας και μη χορτάσαντας ακόμη Αθηναίους.

Τα γόνατά μου εμπρός σου, Να, πέφτουν· το υπερήφανον Κεφάλι μου, που αντίκρυ Των Βασιλέων υψόνετο, Την γην εγγίζει. Ιδού ευλαβείς οι Έλληνες Σκύπτουσιν όλοι· πρόσταξε, Κ' επάνω μας ας πέσωσιν Η Φλόγες της οργής σου Αν συ το θέλης. Πλην πολυέλεος είσαι. Και βοηθόν σε κράζω. . . . Βλέπω, βλέπω εις την θάλασσαν Πετώμενον τον στόλον Αγρίων βαρβάρων.