United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς λοιπόν εμοίραζεν, εις άλλα μεν επροσκολλούσε δύναμιν χωρίς ταχύτητα, τα δε πλέον αδύνατα εστόλιζε με ταχύτητα· εις άλλα δε έδιδεν όπλα, εις εκείνα δε εις τα οποία έδιδε φύσιν χωρίς όπλα εφεύρισκε κάποιαν άλλην δύναμιν διά να σώζωνται.

Εκ τούτων περί τας είκοσιν ημέρας, κατά τας οποίας οι πρέσβεις απήλθον, όπως διαπραγματευθούν συνθήκην, οι Λακεδαιμόνιοι εσιτοδοτούντο, κατά τας υπολοίπους δε διετρεφόντο από τους εισπλέοντας κρυφά· ευρέθησαν εν τούτοις εις την νήσον σίτος και άλλαι τροφαί αφεθείσας εκεί, διότι ο άρχων Επιτάδας εμοίραζεν εις καθένα ολιγωτέρας μερίδας αφ' όσας είχε διαθέσιμους.

Κατ'εκείνην την στιγμήν έβλεπε πιθανώς εις τον ύπνον της τους θριάμβους της εις την Λέσχην, ως υπέθεσα εκ της διαστολής των χειλέων της εις μειδίαμα κατά πάντα όμοιον μ' εκείνα τα οποία εμοίραζεν εις τους χορευτάς της. Επροχώρησα έν άλλο βήμα.

Όταν εισήλθομεν εξώρμησαν τουλάχιστον δεκαπέντε κατά της Χριστίνας, της οποίας εθαύμασα κατά την έφοδον ταύτην το θάρρος και την ετοιμότητα με την οποίαν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά έν βλέμμα και έν μειδίαμα εις έκαστον απαιτητήν. Η τοιαύτη διανομή εξηκολούθησε χωρίς διαλείμματα καθ' όλην την διάρκειαν της εσπερίδος.

Ουχ ήττον δε του υποκειμένου, της ενδυμασίας και της οσμής ήσαν και οι τρόποι αυτής ιδιόρρυθμοι και αρχαϊκοί. Εισερχομένη εχαιρέτα περιληπτικώς πάντας, θέτουσα την χείρα επί της καρδίας, και στρέφουσα έπειτα κύκλω την κεφαλήν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά έν βλέμμα και έν γλυκύ μειδίαμα εις έκαστον ημών, άνευ της ελαχίστης υποψίας ότι εφιλοδώρει πράγματα στερούμενα από πολλού πάσης αξίας.

Ο καπετάν-Μαμμής χωνεύσας καλώς τα διδάγματα των βιβλίων του είχεν αποκτήσει συνάμα και την ζώσαν και ενεργούσαν πίστιν διά της ενασκήσεως των αρετών και ιδίως της ελεημοσύνης, την οποίαν πλουσιοπαρόχως εμοίραζεν εις τους πτωχούς ως ένας ιλαρός δότης κατά τον Απόστολον. Εις αυτά λοιπόν ώφειλεν ο ευσεβής πλοίαρχος την καλήν του τύχην.

Και αφού επί ώραν τα εθαύμαζεν η φιλόπονος γραία τα έργα των χειρών της, εξηπλωμένη εις τας γυμνάς σανίδας του πατώματος έως ου ξεκουρασθή, εμοίραζεν είτα εις τους συγγενείς και φίλους της λίαν αφιλαργύρως. Αλλά καθ' οδόν δεν ήθελε να τα εγγίση τις. — Σωρό πάλι τα πλατοκούκκια η θειά-Ζωίτσα, παρετήρουν αι γειτόνισσαι, όταν την έβλεπον επιστρέφουσαν φορτωμένην την γραίαν.

Διότι εκείνα μεν από αυτά, τα οποία ενέδυε με μικρότητα, τους εμοίραζε πτερά διά να φεύγουν ή κατοικίαν κάτω εις την γην διά να κρύπτωνται· εκείνα δε τα οποία ηύξανε διά της μεγαλότητος, τους έδιδεν ως μέσον σωτηρίας αυτήν την ιδίαν μεγαλότητα· και τα άλλα τοιουτοτρόπως εμοίραζεν, ώστε να υπάρχη μεταξύ των ισότης.