United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σαν τον είδε από ψηλά ο συγνεφιάστης Δίας 198 πως τ' άρματα τότε έβαζε του θεϊκού Αχιλέα, μες στην καρδιά του λάλησε κουνώντας το κεφάλι 200 «Α δόλιε, μηδέ καν σου πάει στο χάρο ο νους, που σ' έχει από κοντά, παρά άλιωτη αρματωσά μού βάζεις παλικαριού κοσμάκουστου που τόνε τρέμουν κι' άλλοι· που βλάμη τού θανάτωσες λεβέντη κι' αντριωμένο και την αρματωσά άπρεπα από κεφάλι κι' ώμους 205 του πήρες.

Ποιος πάλε, δόλιε μου, θεός μ' εσέν' είχε συμβούλιο Πάντα σ' αρέζει χωριστά να είσ' απότ' εμένα, Κρυφά να συλλογίζεσαι, και να αποφασίζης. Ποτέ σου δεν υπόφερες, να με ειπής κ' εμένα, Κανέναν λόγον πρόθυμα, οπούτον νουν σου έχεις. Ύστερα είπε των θεών κι' ανθρώπων ο πατέρας· Ήρα, όλους τους λόγους μου μη έλπιζε να μάθης· Αυτό σε είναι δύσκολον, κι' αν είσαι σύζυγός μου.

ΒΑΤΤΟΣ Ας είνε· πες μου, φίλε μου, το γεροντάκι εκείνο τη μαυροφρύδα κορασιά την αγαπάει ακόμα; ΚΟΡΥΔΩΝ Ακόμα, δόλιε μου· και πριν πουρχόμουν κατά 'δώθε, τους έπιασα τους δυο μαζί κάπου κοντά στη σκάφη. ΒΑΤΤΟΣ Γειά σου, γέρο βαρβάτε μου! ή με τους Σατυρίσκους ή με τους στραβοπόδαρους Πάνας θα συγγενεύης.

Κι' έπεσε αχώντας, κι' ο γερός παινέφτηκε Δυσσέας «Ω Σώκε, γιε του μαχητή κι' αλογολάτη Απάσου, 450 δε γλύτωσες, μον πρόκανε ο χάρος και σε πήρε. Πας, δόλιε, και τα μάτια σου δε θα σ' τα κλείσει εσένα η μάννα κι' ο γερο-γονιός, μον όρνια σαρκοφάγα θα σε ξεσκίσουν, γύρω σου χτυπώντας τις φτερούγες· μα εγώ αν πεθάνω, οι Δαναοί νεκρό θα με στολίσουν455

Μα εσένα εδώ αγιούπες θα σε φάνε. Ά δόλιε, πούταν και βοηθός δε σούρθε ο Αχιλέας; Το παλικάρι! πούμεινε στο πλοίο, μα να στείλει ήξερε εσένα μια χαρά, παχιά μιλώντας λόγια 'Λεβέντη... Πάτροκλε... αλογά... πριν μη γυρίσεις πόδα κατά τα πλοία οχ τη σφαγή πριν σκίσεις τα τσαπράζα 840 στου Έχτορα τ' αντροφονιά τα ματωμένα στήθια. Έτσι θα σούπε, κι' άμιαλε, τον άκουσε ο μιαλός σου

Ωχροκίτρινοι σπινθήρες ανεπήδησαν μετά φλογός εις τον σκιερόν αέρα, θλιβερόν κλάγκασμα αντήχησε και οι μονομάχοι κατέβασαν τα ξίφη των ελεεινά, κατεστραμμένα, ανίκανα διά την πάλην πλέονΈχεις τύχη, τσογλάνι!. . . εφώναξεν εμπαικτικώς ο αλβανός, ρίπτων μακράν το γιαταγάνι του. — Κι' αν δεν έχω την κερδίζω! απήντησε με αυτοπεποίθησιν ο αρματωλός. — Φαίνεσαι νηστικός, δόλιε. .

Μα πια το κλάμα ο θεϊκός σα χόρτασε Αχιλέας, 513 τότες σηκωθή οχ το θρονί, και σήκωσε απ' το χέρι 515 το γέρο — τ' άσπρα του μαλλιά πονώντας, τ' άσπρα γένιακαι με φωνή ήμερη του λέει διο φτερωμένα λόγια «Α δόλιε, ναι πολλά η ψυχή σούπιε πικρά φαρμάκια!