United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι τ' αδράχτιαν των τροχών από αράχνης πόδια, κι απ' των ακρίδων τα πτερά του αμαξιού ο θόλος· απ' αραχνιάν ψιλήν ψιλήν τα χαλινάρια είναι· τα ζυγολούρια από υγρήν ακτίνα της Σελήνης· η μάστιξ γρύλλου κόκκαλον, και πάχνη το σχοινί της. Και ένας κούνουπας ψαρός ο αμαξάς της είναι, μικρός μικρός, 'σαν το 'μισόν απ' ένα σκουληκάκι οπού τσιμπά το δάκτυλον μιας οκνηρής κοπέλας.

Με μιαν ένταση υπερβολική όλου του είναι μου κοίταξα όξω στο σκοτάδι κ' είδα τον ίσκιο ενός αμαξιού, που έστεκε στην αυλή. Ο γιατρός είναι κει ακόμα! Έπειτα άκουσα από τη βεράντα τη φωνή της γυναικός μου: «Έρχεται, Δόξα σοι ο Θεός. Νάτος!» Κ' έπειτα από λίγες στιγμές είχα ανεβεί τη σκάλα κ' είμουνα στο σαλόνι.

Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαοςτο δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσονολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατοολόχρυσο ποτήριτο δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότιεμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοίτην Τροία».

Αλλ' αντ' αυτής όμως ποίαΘεέ και Κύριε! — είνε η φοβερά εκείνη κραυγή, η σχίζουσα τα ώτα ως μελωδικόν κορύφωμα νεοβαγνερικής μουσικής, και καλύπτουσα τον κυλιόμενον πάταγον των τροχών παρελαύνοντος αμαξίου; Είνε σάλπισμα δαίμονος κρυολογημένου, ή απαίσιος ήχος σχιζομένου πανίου; είνε ροκάνας υπερμεγέθους κρωγμός ή υλακή θηρίου τινός της Αποκαλύψεως; Είνε ζώου μυκηθμός ή παράφρονος άναρθρος κραυγή;

Έπειτα μέσα απ' το πηχτό το αίμας ροβολώντας και τα κουφάρια, παν γοργά ως στων Θρακών τους λόχους. 470 Αφτοί απ' τον κόπο αχόρταγα κοιμόντουσαν μ' ομπρός τους όλα γυρμένα κατά γης τα χάλκινα άρματά τους, σωστά, με τάξη, τρεις σειρές· κι' είχε ο καθένας δίπλα τα γλήγορά του τ' άλογα· κι' ο Ρήσος μες στη μέση κοιμούνταν, κι' είχε πρόχειρο τ' άσπρο εκειπά ζεβγάρι, δεμένο πίσω με λουριά απ' τ' αμαξιού το γύρο. 475

Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα ξύλον χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού· επάνω εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις τον αέρα, εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε τόσην χαράν να με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον.