United States or China ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκκούλωσαν με την τσέργα και κάθησαν σκυμμένοι από πάνω του.

Κρύο είνε, θα περάση... είπε ο Μελιγκόνης χλωμός σαν τη λαμπάδα· τον αγκάλιασε και τον φίλησε. — Δεν μπορώ, Γερο-Μελιγκόνη, με σφάζει. Ακουμπήστε με να ξανασσάνω. Τα πόδια μου σα σκουριασμένα σίδερα τα νοιώθω. Τον ακούμπησαν στην αμμουδιά, Ο Γερο-Φλώκος τον κρατούσε στην αγκαλιά του, οι άλλοι από πάνω του. Το νερόχιονο έπεφτε. — Κουράγιο, Μοναχάκη, δεν είνε τίποτε. Κρύο είνε, θα περάση.

Όχι μόνο ο Καβούρ και ο Μπίσμαρκ, παρά και ο Περικλής και ο Καίσαρ ακούμπησαν στις κοινωνικές τάξες για να αναδειχτούνε. Αλλά, ενώ ο κ.

Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

Καθώς τους είπε, το κάμανε, και τον ακούμπησαν μισαποθαμένον στο κατάρτι.... κ' οι Τούρκοι βλέποντας απ' αντίκρυ, ετρόμαζαν κ' ελέγανε. «Τσάρας ρεΐζ! Τσάρας ρεΐζ!» Ο καπετάνιος ο Τσάρας! ο καπετάνιος ο Τσάρας! Κ' οι δικοί μας, απ' τ' άλλα τα καράβια, δεν το πήραν μυρουδιά κ' εστάθησαν ανδρειωμένοι, κ' έδιωξαν την τούρκικη αρμάδα.

Δεν μπορούσε σχεδόν ν’ ανοίξει το στόμα του, αλλά με το κεφάλι έδειξε το δρόμο, κάνοντας νεύμα στον Τζατσίντο να τον ακολουθήσει και ο Τζατσίντο τον ακολούθησε. Πήγαν πίσω από την εκκλησία, ακούμπησαν στον ερειπωμένο τοίχο, μπροστά στο μεγάλο τοπίο πλημμυρισμένο από φως. «Λοιπόνρώτησε ο Έφις με φωνή που έτρεμε. Η λέξη αυτή έκανε τον Τζατσίντο να γελάσει.

Επέρασε το χέρι του τάσαρκο μες από το δίχτυ του φεγγίτη, κ' έπιασε της γυναίκας του το παχουλό χεράκι απόξω. Της τράβηξε τα χέρι καταμέσα τόσο, που ακούμπησαν στα βαριά σίδερα της πόρτας τα χυμερά κι αφράτα της στήθια· το ροδοκόκινο προσωπάκι της, ξαναμένο, εκόλλησε πάνω στα δίχτυ του φεγγίτη.

Όλοι βουβάθηκαν άφησαν τα τραγούδια, άφησαν τα ποτήρια από τα χέρια τους, ακούμπησαν τους αγκώνες τους απάνω στο τραπέζι, γύρισαν όλοι κατ' αυτόν και τον κοίταζαν περιμένοντας. Πήρε ανόρεχτα το μπουζούκι και σιγά, σα να βαρύνουνταν άρχισε να το κουρδίζη. Ένα μπουζούκι μεγάλο, που έβαζε, με μακρύ κοντάρι μπροστά, μ' ένα μακροστρόγγυλο κεφάλι.