United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ως τόσον ενύκτωσε και τότε απεφάσισα να ξενυκτήσω εις εκείνην την κάμαραν, όπου ήτον η λαμπάδες αναμμένες, η οποία ήτον όλη στρωμένη με εύμορφους τάπητας και πολύτιμα μαξιλάρια· και ακούμπησα εις μίαν μαξιλάραν, έστεκα όμως με πολύν φόβον και ούτε ηδυνάμην να αποκοιμηθω.

Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.

Άνοιξα το παλιό παράθυρο κι ακούμπησα στα σάπια ξύλα του. Όμορφη φεγγαροστολισμένη νύχτα με χτύπησε κατάμματα. Το στένωμα των κατακόκκινων και ψηλών εκείνων βράχων ακτινοβολούσε ολάκερο. Κοίταξα προς τα κάτου κι ανατρίχιασα. Τα κελιά είταν χτισμένα σύρριζα σε κατάψηλο βράχο, που ξέφευγε ίσος σα μαχαίρι κάτω βαθειά στη λαγκαδιά, που μόλις τη φώτιζε το φεγγάρι.

Μαγιάρ κύψας προς αυτόν, η καλή αυτή κυρία, η οποία ωμίλησε πρό τινος και μας εφιλοδώρησε με το κοκορίκο της, είναι υποθέτω ακίνδυνος, πραγματικώς ακίνδυνος. — Ακίνδυνος; εφώναξεν ειλικρινώς έκθαμβος. Τι; Πώς; Τι εννοείτε μ' αυτό; — Είναι ελαφρώς προσβεβλημένη, είπα, και ακούμπησα τον δάκτυλον εις το μέτωπόν μου. Φαντάζομαι ότι δεν είναι υπερβολικά, επικινδύνως ασθενής. Αι; — Θεέ μου!

Αν και πολλές φορές εβασανίστηκα κυνηγώντας γίδια βυζανιάρικα, και πολλές φορές απόκαμα τρέχοντας πίσω από μουσκάρια νιογέννητα, όμως αυτό ήτανε κάτι άλλο πράγμα κι άπιαστο. Αφού λοιπόν απόστασα, σαν γέρος που είμαι, κι' ακούμπησα στο ραβδί μου και συνάμα επρόσεχα, μήπως ξεφύγη, το ρωτούσα ποιανού γείτονα είναι και γιατί κορφολογάει ξένο περιβόλι.

Το λοιπόν, πού τάχεις βάλη τα σανίδια; ηρώτησεν ο Πολύζος. — Εδώ τα είχα βαλμένα, στο κάτω σκαλοπάτι τ' ακούμπησα. — Πού είνε τα, το λοιπόν; — Πούν' τα; Να κοπή το χεράκι του όποιος τα πήρε. — Δεν σούπα εγώ, βλοημένη, να μην κάνης μισές δουλειές; Ή να καρτερέσης έπρεπε ν' αδειάσω, να τα κουβαλήσουμε το μουλάρι, ή, αφού τάφερες, νάκανες ακόμα έναν κόπον να τα πας ως μέσα στην Εκκλησιά.