United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τάκαμε όλα χρήμα χρυσό κι άργυρο, αφού έγραψε πρώτα των ιερέων πως πιο ασφαλισμένος θα είναι ο θησαυρός στα χέρια του, και πως αν τα ξοδέψη, πάλε με τόκο θα τα γυρίση.

Και τότε ο γοργοπόδαρος της απαντά Αχιλέας 215 «Ας γίνει ο λόγος σας, θεά! κιας είμαι έτσι πνιγμένος απ' το θυμό κατάκαρδα, τι πιο καλά να γίνει· αν τους θεούς ακούς, κι' αφτοί σού συχνακούν τον πόθοΈτσι είπε, και σταμάτησε τη σταλωμένη χούφτα πας στ' αργυρό σπαθόχερο και μέσα στο φηκάρι έσπρωξε πάλι το σπαθί, με δίχως ν' απιθήσει 220 στον ορισμό της Αθηνάς.

Τι να γεφτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη, που δώδεκα έχασε παιδιάκι' όχι έναστο πυργί της, νιους έξη μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξη. Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γιους με τ' αργυρό δοξάρι, 605 τι θύμωσε της μάννας τουςκι' η Άρτεμη τις κόρεςτι ήθελε δα με τη Λητό να γίνεται ίσα κι' ίσα.

Οι αντίπαλοι του Χρυσοστόμου ως τόσο ησυχία δεν είχανε, μόνο νύχτα μέρα άλλο δε συλλογιούνταν παρά πώς να τον ξεκάμουνε μια και καλή. Είχε ο Έπαρχος ο Σιμπλίκιος υψωμένη της Ευδοξίας στήλη πορφυρωτή μ' αργυρό αδριάντα της στημένο απάνω, σιμά στην εκκλησιά της Αγίας Ειρήνης, σε τόπο που τον έλεγαν Πιττάκια.

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

Να ξενυχτήσω Να μη χαθώ. Αποριμμένο Σε άγρια αγκάθια, Πικρά μου χάδια Και ξενητιαίς. Θρηνόντας μένω, Και εκεί διαβαίνω Κακαίς νυχτιαίς. Κι' εκεί που στέκω Μαμουριασμένο, Και μαραμένο Θρηνολογώ, Νια, βλέπω, βγαίνει. Νια αρματομένη, Σαν κυνηγό. Βαστάει δίχτια, Δίχτια ασημένια, Συρματερένια Στ' αριστερό Και στη δεξιά της, Με τ' άρματά της, Κλουβί αργυρό.

Ο ήλιος βασιλεύει το σκότος αρχηνάει και το λαμπρό της θώρι η μέρα αποσκολνάει· Τα μαύρα φορεμένη, στην όψι μελανή σιωπηλή διαβαίνει η νύχτα σιγανή Και το χλορό φεγγάρι με φως σκοταδερό, στο αργυρό του αμάξι κινιέται οκνηρό. Αναμεράν τα ζώα, κουρνιάζουν τα πουλιά, πας άνθωπος τραβιέται και παύει από δουλιά. Νυστάζει αποσταμένη η φύση η ζωντανή, τα μέλη της συνάζει σ' ανάπαψι κοινή.

Κ' είταν αυτός ο φόρος ένα νόμισμα αργυρό για τους ανθρώπους κι από έξη φόλλες για τα ζώα. Φαίνουνται σαν πεισματάρικα λόγια αυτά, και το πιο πιθανό είναι ό,τι άλλοι πάλε έγραψαν, πως είτανε δηλαδή γενικός φόρος στα επαγγέλματα και στα ζώα, και πως μαζεύουνταν κάθε τέσσερα πέντε χρόνια. Ας δούμε τώρα τι άλλους άμεσους φόρους είχαν τότες και τι λογής τους κανόνιζαν.

Πρώτες θε να σου πλέξωμε στεφάνι από τριφύλλι και θε να το κρεμάσωμε σε σκιερό πλατάνι, πρώτες λάδι θα στάξωμεν απ' αργυρό λαγήνι γύρω τριγύρω στη σκιά που ρίχνει το πλατάνι και τέτοια θα χαράξωμε στη φλούδα του κορμού του για να διαβάζη όποιος περνά, για να θωρή γραμμένο «Ελένης δέντρον είμ' εγώ, προσκύνα με, διαβάτη».

Ω! πόσα είχε να φέρη ο Ρούντυ, όταν την αμέσως επομένην επανήρχετο εις το σπίτι του επάνω από τα υψηλά βουνά· Μάλιστα! είχε τρία αργυρά ποτήρια, δύο ωραία όπλα, και ένα άργυρο μπρίκι· το μπρίκι θα το μετεχειρίζετο, όταν θα έκανε νοικοκυριό. Αλλά αυτά όλα δεν ήσαν το σπουδαιότερον· κάτι σπουδαιότερον, κραταιότερον έφερε, ή τον έφερεν επάνω από τα υψηλά βουνά προς την πατρίδα του.