United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσον είναι πλατύς και υψηλός ο πλάτανος αυτός, και της λυγαριάς το ύψος και η πυκνή σκιά πόσον εξαίρετα, και πόσον ακμάζει η άνθησις ως να ήθελε να ευωδιάση τον τόπον· εξ άλλου γεμάτη γλυκύτητα είναι και η πηγή που τρέχει κάτω από τον πλάτανον με υπερβολικά ψυχρό νερό, καθώς δύναται τουλάχιστον να συμπεράνη κανείς με το πόδι του· εις Νύμφας τινάς και εις τον ποταμόν Αχελώον φαίνεται ότι είναι το μέρος αφιερωμένον, εάν κρίνη κανείς, από της κούκλες και τα αγάλματα αυτά εδώ.

Το πρόσωπό του εφωτίσθηκε, τα σβυσμένα του μάτια σαν να επήραν νέα ζωή . . . Εξέχασε για μια στιγμή το μυστικό του, το ατελείωτο μαρτύριο και με φωνή γιομάτη ταραχή ανέκφραστη, με μια τρεμούλα ανεξήγητη εφώναξε το παιδί να μπη μέσα . . . Εκείνο, χωρίς καθόλου να ταραχτή, τον κύτταξε μια στιγμή αδιάφορο, ψυχρό, σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά, έπειτα εσήκωσε τα δυο του χέρια με ανοιχτές της παλάμες, τον εμούντζωσε και το βάλ' ευθύς στα πόδια . . . Ο ναύτης αποσβολώθηκε, τα έχασε σαν να έλαβε δυνατό χτύπημα κατακέφαλα, εσυμμαζεύθη, εζάρωσε και δεν τολμούσε να σηκώση το κεφάλι του· λες εφοβότανε να κυττάξη γύρω του.

Η Νοέμι στεκόταν πάντα στο μπαλκόνι, ανάμεσα στα απομεινάρια από το φαγοπότι, γύρω της γυάλιζαν τα άδεια μπουΚαλία, τα σπασμένα πιάτα, κανένα μήλο με το ψυχρό του πράσινο χρώμα, ένας δίσκος και ένα κουταλάκι ξεχασμένα. Και τ’ αστέρια ακόμα έλαμπαν πάνω από την αυλή σαν να τα είχε συνεπάρει ο ρυθμός του χορού.

Θεός σχωρέσ' την, μέρα που είνε! Τριάντα χρόνια ζήσαμε μαζί, μονιασμένοι και αγαπημένοι· ψυχρό λόγο δεν άκουσε ο ένας από τον άλλον. Το Μοσχαδώ απάνω, το Μοσχαδώ κάτω. Κ' εκείνη τον Αποστόλη της. Άλλος από τον Αποστόλη δεν ήταν στον κόσμο. Μια μέρα να μη την έβλεπα, έχανα τον κόσμο. Ο Θεός μας έδωκε με το τσουβάλι τα παιδιά. Γέμισε το σπίτι παιδιά. Το Μοσχαδώ τίποτε!

Βρε παιδί μου τι έπαθες· μου λέγει με θλιμμένη φωνή. Το σκέφθηκες καλά τι θέλεις να κάμης; Πρώτη φορά εγνώριζα τη γλύκα της πατρικής φωνής. Δεν εσάστισα όμως. — Πατέρα, του είπα με θάρρος· το σκέφθηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είνε το κίνημά μου· μα δεν δύναμαι να κάμω αλλοιώς. Δεν μπορώ να ζήσω αλλοιώτικα. Με κράζ' η θάλασσα. Μη θες να μ' εμποδίσης.

Ναι, πείτε του: άφησε ήσυχη την Γκριζέντα ή παντρέψου την.» «Εγώ πρέπει να του το πω; Και γιατί εγώ ειδικά;», ρώτησε η Νοέμι και αφού η άλλη με τη σειρά της την κάρφωνε με το βλέμμα χωρίς να απαντά, της δημιουργήθηκε μια οδυνηρή εντύπωση: της φάνηκε ότι η γριά ήξερε. Χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε με ύφος ψυχρό και απότομο: «Δεν θα του πω τίποτα!

Δεν ημπορούσα να ενθυμηθώ την στιγμήν που έπεσα εις τον λήθαργον, ούτε το μέρος όπου ευρισκόμην. Ενώ έμενα ακίνητος, και προσπαθούσα να τακτοποιήσω τας σκέψεις μου, το ψυχρό χέρι έπιασε τραχύτατα την παλάμην μου και την έσεισε με ανυπομονησίαν. Και η τραυλή φωνή επανέλαβε : — Σήκω! Δεν σου είπα να σηκωθής; — Και ποίος είσαι; ηρώτησα.

Να ζη κάνεις ή να μη ζη; ο Σαίξπηρ ερωτά· λοιπόν to be or not to be; κι' εγώ τον ερωτώ· δεν μου αρέσει τίποτε κι' από τα δυο αυτά, κακό ψυχρό μου φαίνεται κι' εκείνο και αυτό. Είναι, μη είναι; σας 'ρωτώ . . . ήγουν εν άλλοις λόγοις, να ομιλής, να μη 'μιλής; να τρώγης, να μην τρώγης;

« Του Δράκου Γρίβα βλέπω 'μπρός » Τ' ωχρόλευκο κεφάλι· » Με καταριέται το ψυχρό » Ακόμα με τα χείλη. » Το Βελή Γκέγκα έστειλα » Μεςτον Άι-Βασίλι · » Κ' έσφαξε τόσους χριστιανούς » Με τη σκληρή του πάλη.» « Τα δένδρα 'πό την Ήπειρο » Ακόμα μ' ενθυμούνται » Τάπειανα, και ξηραίνονταν «'Σ τα χέρια μου τα φύλλα, » Γιατ' ήταν από αίματα » Βαμμένα. Μια μαυρίλα » Ήμουν του κόσμου.

Γεμάτο το σπίτι απ' τα καλά του Θεού. Και τώρα τίποτε δεν μας απόλειψε. Πάντα τα χέρια του γεμάτα. Τον ψυχρό το λόγο δεν τον ακούσαμε ποτές απ' το στόμα του. Έτσι μοναχά, που έπεφτε βαρύς, πώς να το πω; αμίλητος... Αυτό ήτανε και το παράπονο της μακαρίτισσας. Βαρυγκομούσε, βλέπεις, η γυναίκα, κυρ-αστυνόμε.