United States or Mongolia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εμπόργε να σου μιλήση με το γλυκύ, σαν άθρωπος. Μα κατέχεις τονε πως είνε μανισάρης κι' ανάποδος. — Και δε λες και τάλλο; είπεν η Σαϊτονικολίνα. Ο Στρατής, παιδί μου, ήθελε να κάμουνε γαμπρό τον Τερερέ και για τούτο τα κάνει. — Όμοιος τον όμοιον αγαπά, συνεπλήρωσεν ο Σαϊτονικολής. Μα ο κακομοίρης ο Θωμάς έχει καλή ψυχή. Μη θωρείς πως είνε στυφής και γρινιάρης. Τα βάσανα τον έχουν ετσά καμωμένο.

Ο Μόχογλους είχε στο στόμα ένα σαρδώνιο γέλιο· μαπό το σαστισμό του ο Σιφογιάννης κιαπό το δουλικό φόβο που δεν τον άφηνε να σηκώση το βλέμμα στο πρόσωπο του Αγά, δεν είδε τίποτε. Ανέβη ως τόσο στον ξερότοιχο με αρκετή δυσκολία από την τρομάρα που τον κρατούσε σ' όλα του τα μέλη. Τουρτούριζε ο κακομοίρης και τα δόντια του κτυπούσαν. Τότε ο Μόχογλους του είπε: — Ό,τι σου λέω να λες!

Δε θα της χαρίσουν τη ζωή της κακόμοιρης! Έννοια σου, μαννούλα, κι ερχούμαστε, μη λυπάσαι. Βούτηξε τώρα, Μαριώ μου, αγάπη μου! Βούτηξε και μας σημαδεύουν. Έμπα και συ, χρυσό μου Κωσταντινάτο, και κρύψου στη θάλασσα. Η ώρα σου δεν ήρθε ακόμα. Μα θάρθη θάρθη η ώρα σου... Και πνίγηκε η φωνή του μέσα στα κύματα. Δεν άργησε κι ο γέρος να τους ακολουθήση απ' άλλο, πιο μαύρο δρόμο.

Ο κακομοίρης ήλθε κ' εκέρωσεν αμέσως. Τα κύματα μας άρπαξαν πλεια την σκούνα από τα χέρια μας. Η θάλασσα την έκαμε ξέρα κ' έμπαινε κ' έβγαινεν ελεύθερα. Ύστερ' από τα τόσα τινάγματα, που έτριξαν τα παΐδια της, η σκούνα έγειρε με την μια μπάντα. Τότες πλεια όλοι τα χρειασθήκαμε. Σπάζει η ράντα της μπούμας, κάτω η γάμπιες κουρέλια.

Πρέπει να ξεθάψω και να μετρήσω πάλιν τα χρήματα για να δω μήπως έχω κάμη κανένα λάθος. Αλλ' ακούω πάλιν θόρυβον• τι συμβαίνει; με πολιορκούν και με κατατρέχουν όλοι. Πού είνε το μαχαίρι μου; Αν πιάσω κανένα... Ας θάψω πάλιν τα χρήματα. ΠΕΤ. Είδες, Μίκυλλε, την κατάστασιν του Σίμωνος. Ας πάμε τώρα και εις άλλον, ενόσω είνε ακόμη ολίγη νύκτα. ΜΙΚ. Τι ζωή περνά ο κακομοίρης!

Τι θα έκαμνεν εκείνος ο οποίος οικοδομεί οικίαν με πολλήν σπουδήν και βιάζει τους εργάτας να τελειώσουν το ταχύτερον, εάν εμάνθανεν ότι μόλις την στεγάση θ' αποθάνη και θα την αφήση εις τον κληρονόμον του, χωρίς να προφθάση ο κακομοίρης να δειπνήση εντός αυτής; Εκείνος δε ο οποίος χαίρει διότι η γυναίκα του εγέννησεν αρσενικό παιδί και έχει καλέση διά τούτο τους φίλους του εις γεύμα και δίδει εις το παιδί το όνομα του πατρός του θα έχαιρε, νομίζεις, αν εγνώριζεν ότι το παιδί εκείνο θ' αποθάνη όταν γίνη επτά ετών; Και η αιτία είνε ότι βλέπει μεν τον πατέρα ο οποίος είνε ευτυχής διότι ενίκησεν ο υιός του εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, δεν βλέπει δε τον γείτονα ο οποίος κηδεύει το παιδί του και δεν φαντάζεται από ποίαν λεπτήν κλωστήν κρέμεται η ευτυχία διά την οποίαν χαίρει.

Να δίνης τα γράμματα σου και να σωπαίνης. — Σα με βρίσανε, παπά μου, και με σκοτώσανε, δεν ήξερα κ' εγώ τι έλεγα. Ο διάβολος μ' έσπρωξε. Τι να πω κ' εγώ; — Τι φταίει κι' ο κακομοίρης ο Μαθιός; είπε ο Παντελής ο καφετζής, ο μπατζανάκης του. Είνε πράμματα να κρυφτούν αυτά; Αν δεν ήταν σήμερα, θα ήταν αύριο. — Ο Πειρασμός την έσπρωξε να χάση την ψυχή της! Ξαναείπε ο Μαθιός.

Μη μου ειπήτε όχι, μη μου το ειπήτε! Η ευτυχία είνε φιλάνθρωπος και γενναία. Δεν σας ζητώ έλεος. Σας στέλλω είκοσι αντίτυπα των ποιημάτων μου. Αδελφώσατε την μούσαν μου με τον πλούτον σας. Ο κομιστής αναμένει απάντησιν. Συννεφάκος. — Συννεφάκος; ερωτά η Κ. Περδίκη, ποίος είν' αυτός; — Ένας κακομοίρης . . . — Και τι δουλειάν κάμνει; — Δεν το ήκουσες από το γράμμα του; στίχους γράφει.

ΜΙΚ. Και δεν κρατούσα ο κακομοίρης ολίγα κομμάτια από κείνο το χρυσάφι για να τάχω σ' αυτή τη ζωή να μπορέσω να ζήσω; Έπειτα απ' αυτή τη ζωή τι θα γίνω; Θα το ξέρης βέβαια και αυτό, διότι αν μου μέλλεται τίποτε καλλό, θα σηκωθώ τώρα αμέσως να κρεμασθώ από το πάτερο που στέκεσαι. ΠΕΤ. Δεν υπάρχει τρόπος να το μάθης αυτό.

Σου το είπα όμως και άλλαις φοραίς. Όπου κακομοιριά εκεί και ατυχία. Έπειτα εσύ διαβάζεις βιβλία. Δεν ξεύρεις ότι «κακομοίρης» θα πη άτυχος; Το βέβαιον όμως είνε, ετελείωσεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, ότι αν ο Σπύρος επήγαινεν από μικρός σε κανένα Μοναστήρι, μπορούσε σήμερα να είνε κάτι τι.