United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υποτίθεται εν γένει ότι η κουστωδία αύτη ήτο απόσπασμα ρωμαίων στρατιωτών παραχωρημένων ήδη εις τους Ιουδαίους αρχιερείς όπως φρουρώσι την τάξιν κατά την εορτήν.

Ψυχήν αγνήν ωσάν τα κρίνα, των σπουργιτιώνε την αστοχασιά κι' όπως κι' εκείνα, από τον Κύριον να περιμένω να φροντίση και με τι θε να με θρέψη και με τι θα με ποτίση.

ΧΟΡΟΣ Πολλές για τους θνητούς η συμφορές, κ' έχουνε μόνο στη μορφή διαφορά• μόλις μπορεί ο άνθρωπος να ειπή πως έγιν' ευτυχής για μια φορά! ΚΡΕΟΥΣΑ Φοίβε! κ' εκεί όπως κ' εδώ το δίκηο δεν το δίνεις για τη γυναίκα που μιλώ. . . Κ' εδώ δεν είνε τώρα!

ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μάλιστα· ειπώθηκε από κάποιον, που τη χαριτωμένη μνήμη του όλοι σεβόμαστε και που της φλογέρας του η μουσική σαγήνεψε και τράβηξε κάποτε την Περσεφόνη από τα λειβάδια της Σικελίας κ' έκανε κείνα τάσπρα πόδια της να σαλέψουν, κι όχι του κάκου, της Cumnor τα μυρτολούλουδα, ότι ο καθαυτό σκοπός της Κριτικής είναι να βλέπη τα πράγματα ακριβώς όπως είναι.

ΒΕΡΑΔηλαδή φοβούμαι μήπως πλήξετε εσείς. Είμαι τόσο λίγο διασκεδαστική. ΦΛΕΡΗΣΒέρα, άφισέ με να σου μιλήσω τώρα με το μικρό σου όνομα. Είναι η πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μοναχοί μας ύστερ' από δεκαοκτώ χρόνια. Άφισέ με να σου μιλήσω, όπως σου μιλούσα μια φορά. ΒΕΡΑΜια φορά.. . Αλήθεια! Είναι τόσος καιρός από τότε; ΦΛΕΡΗΣΤι έχει να κάνη ο καιρός.

Καλά είμαστε όπως είμαστε. Το κράτος είναι τσιφλίκι μας». Ναι, βέβαια, κρίμα είναι, μα τι να γίνει που υπάρχουν; Ο διάβολος δεν τους θέλει. Λοιπόν να μείνει το κράτος ήσυχο απ' αυτούς με κανένα τρόπο δε γίνεται. Τι εμποδίζει όμως αυτό να είναι το κράτος, κράτος αληθινό; Εμποδίζει πολύ.

Όσο για τους άλλους, αυτοί θέλει μας ακούνε με την προθυμία, που ο γάτος γλύφει το γάλα· θέλει βαρούν την ώρα σε ό,τι ειπούμ' εμείς, που αρμόζει του καιρού. ΣΕΒΑΣΤ. Ακολουθώ, φίλε, τα καμώματά σου. Όπως εσύ απόκτησες το Μιλάνο, ομοίως κ' εγώ παίρνω τη Νεάπολη· ξεσπάθωσε· ένα κτύπημα σ' ελευθερώνει από το δόσιμο που πληρώνεις, κ' εγώ, ο βασιλέας, θέλει σ' αγαπώ.

Σα να φούντωσε μια φλόγα μέσα της από μια σπίθα που σιγόσβηνε κάτω απ' τη χόβολη, αισθάνθηκε μίαν πύρινη πνοή μέσα στις φλέβες της, αισθάνθηκε τα νεύρα της σίδερο ρευστό. . . Ήτονε μονάχα πούθελε να πάρη τα σκονάκια απ' τον κομμό; ή μην ήθελε και να δη που ήτον ο Νίκος με τη Λιόλια, οι δυο τους πούχανε βγη έξω απ την πόρτα;. . Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’το κρεββάτι, αυτή πουχ’ένα μήνα να κουνήση χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει το περπάτημα: έκαμε μερικά βήματα γλήγορα τόνα μέσα στάλλο, σαν αέρινα, περνώντας μεσ' απ' τη λουρίδα του φεγγαριού που κοιτότανε στο πάτωμα, μες τάσπρο της το νυχτικό πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη λες και ζωντάνεψε το φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε... Ήυρε το κουτί με τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κ' έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κ' έσυρε ανάλαφρα το θυρόφυλλο- Κύτταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που βάραινε απάνω στο στήθος της : τη μύτη τη δυνατή και με το κόκκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα λουλουδιών, που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα καταπάνω, πούριχναν ήσκιο στα μάγουλά του- κ' η καρδιά της πλημμύριζε από κάτι απέραντο κ' υπερδύναμο που τόσον καιρό τόχε κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο γάλα στη μητέρα.

Ήτο δ' εντελής καθρέπτης μιας αγροδιαίτου υπάρξεως· το άτομόν της ολόκληρον ήτο υπερβολικώς περίεργον εις τας από της φύσεως εντυπώσεις και τας υφίστατο και τας συνεκέντρου εν εαυτή όλας, -όπως ο φακός τας ηλιακάς ακτίνας.

Την ευτυχία αυτή την απόχτησα, την απόχτησα όπως την αποχτά ένας μόνο μες τους χίλιους, μα ο θάνατος, που δεν ήθελα να τονέ στοχαστώ ποτέ, ήρθε και κρύφτηκε αόρατος πίσω μου. Μου πήρε το μικρό μου αγόρι με ταγγελικά μάτια και τα χρυσά μαλλιά.