United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον επροσκαλούσε στο πάλαιμα. — Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.

Γι' αυτό κάποιου ξενητεμένου η γυναίκα, συχνορωτά εκείνους που γυρίζουν στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγεία του αντρός της όσο για την προκοπή και ανακράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τόρα στη δουλειά τους προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στον θερμαστή και τα λόγια του.

Αλλά το λάχτισμα του νερού που αντήχαε στα πλευρά αδιάκοπο, η βαρειά οσμή του κατραμιού, των σχοινιών, του κάρβουνου και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίον αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν επρόσεξε τόρα στο κωμικό κατρακύλημα του θερμαστή. — Δε λέτε, παιδιά και τίποτα να ζεσταθούμε; είπε πάλιν εκείνος αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα με δύσκολο μορφασμό.

Γιατί ρε παιδί; ετόλμησε μόλις να ρωτήση τον θερμαστή. Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγήται. Μόλις επαρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθήση το πλήρωμα, έτοιμος αυτός ν' αρχίση τη διήγησι. Ποια διήγησι; Οποιαδήποτε. Δεν τον έμελλε ούτε για την υπόθεσι, ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν αστεία, ούτε αν ήταν τραγική.

Έτσι έλεγε: — Εδώ είναι ένα σχοινί, εκεί ένας Μάκαρας, εκεί ένας κόμπος, εκεί ένας χαλκάς, εκεί.,, Δε μπορούσε να καταλάβει, και κύτταξε το ίδιο το πράγμα. Ήταν ο σκούφος ενός θερμαστή που κοιμότανε πάρα πέρα. Άκουε τις ομιλίες των ναυτών. — Κι' άλλη τρίλλια. Μια παρέα έπαιζεν από κάτω. Ύστερα: — Θα κινήσω πάντα λίθον.,, Δυο υπαξιωματικοί μιλούσανε για τους προβιβασμούς τους.

Τόρα με την πρώτη διαμαρτύρησι του θερμαστή και το παγερό ύφος των συντρόφων ο Γιαννιός έχασε το θάρρος του. Οι συμβιβασμοί άργησαν να έρθουν και αυτό τον απέλπιζε. Αλλ' άξαφνα επλησίασεν ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, είδε την ψεύτικη έκφρασι των ναυτών, τη στενοχώρια του κ' εμάντεψε όλα: — Σώπα ρε συ· είπε στον Κώστα με αυστηρή φωνή. Άσε τον Γιαννιό να μας διηγηθή τίποτα.