United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πιστό του το νιστέρι, Που χυμάει σαν το ξεφτέρι, Και βουτάει ως το λαιμό· Και το μέγα του αγκλυστήρι, Οπού δεν κρατάει χατίρι, Και αναβράει κατακλυσμό, Είναι αμίμητα εργαλεία, Και σαν ταύτα η χειρουργία Σε κανένα της καιρό, Σ' όσους έλαβε οπαδούς της, Και μεγάλους και μικρούς της, Να τα ίδε, δε θαρρώ.

Πόσο αψηλόσκεπου σπιτιού εφτάφαρδή 'ναι η πόρτα ανθρώπου πλούσιου, τεχνικά φτιασμένη με μαντάλους, τόσο μεγάλες τ' άνοιγαν ζερβόδεξα οι φτερούγες. Κι' από ψηλά διαβαίνοντας το κάστρο γοργοπέτης βουτάει δεξά τους· κι' όλοι εκεί τον είδαν μ' αναγάλλια 320 κι' εντός τους έγιανε η καρδιά στα πληγωμένα στήθια.

Κ' εκεί οπέκλαιε κ' εμοιρολογούσε, κάνει να ξεδιπλώση το πανί και βλέπει στο νερό ξαφνικό μεγάλο. Βλέπει να κατεβάζη το νερό τ' Αργύρη της τη φλογέρα. Βουτάει, χώνεται στα νερά σαν πάπια ως τη μέση, την αρπάζει με δάκρυα στα μάτια, την κολλάει στα χείλη της και τη φιλεί, τη φιλεί, τη φιλεί. Μα δεν ήξερε τι να στοχαστή κιόλα, και βάνει με νου της χίλιες δυο συφορές και κακά.

Ο Φουσκομάγουλος με μιας φυγής, το δρόμο πιάνει· Βουτάει, χωρίς να στοχαστή πιον φίλον πάει και χάνει· 190 Και με το βούτημα έφτακε της λίμνης ως τον πάτο, Και απόφυγε το θάνατο από φαρμάκι ακράτο. Ο Ποντικός απάντεχα και ανέλπιστα ριμμένος, Απόμεινε ο κακότυχος τ' ανάσκελα απλομένος. Του κάκου κλει τα πόδια του· χαμένα αγαναχτάει. 195 Στον πάτο πάει τη μια φορά, την άλλη ανηφοράει.

Βουτάει μες τα νερά τ' Αργύρη η μάνα κι αρπάζει με χαρά του γιου της το λαμπριάτικο δώρο. Το σήκωσε στην αγκαλιά της και τόσφιγκε τόσφιγκε, λες κ' ήταν ο Αργύρης της μέσα. Ήταν βαριό τόρα το δώρο, γιατ' ήταν λαμπριάτικο πια. Τόσφιγκε τόσφιγκε ανηφορίζοντας τη ραχούλα-ανάπλαγα κατά το χωριό.

Ήξερα πως είμαστε φτωχοί, πως έπρεπε να δουλεύη άνθρωπος για να ζήση, πως γι' αυτό δούλευε η μάννα μου, και πως σα μεγαλώσω θα δουλεύω κ' εγώ. Δηλαδή τόξερα, καθώς ήξερα πως κάθε βράδυ βασιλεύει ο ήλιος και βουτάει στο πέλαγο. Το &γιατί& τους δεν το απείκαζα· το &γιατί& γλυκοχαράζει κατόπι, κι αυτό όχι πάντα. Στα παιδιακήσια τα χρόνια τα παίρνουμε καθώς φαίνουνται όλα.