United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απήχαμε από το Μοναστήρι, το σκοπό του ταξειδιού μας, ως ένα τέταρτο, όταν εκατό βήματ' από το δρόμο, σ' ένα χωράφι μέσα, ευγήκε στην οξόπορτα μικρού σπιτιού, που ελαμποκοπούσε από νωπό ασβεστόχρισμα μια γυναίκα ψηλή, λυγερή, με άσπρο καθαρώτατο φόρεμα και με κάτασπρο, παχουλό πρόσωπο, απ' όσο μπορούσαμε να διακρίνωμε. Μου φάνηκε ανώτερη από χωρική και ρώτησα τον αγωγιάτη μου.

Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου. Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα, στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου.

Ε, και να κάτεχα το γλυκό τόνειρο που νανούριζε την ώρα εκείνη τον κοιμάμενο κάμπο! Ακολούθησα τον αγωγιάτη με τα πράμματά του στη κοντινή βρύση που πήγε να τα ποτίση. Τότες ξυπνούσαν και τα πουλάκια στα δέντρα κι άρχιζαν τους κελαϊδισμούς των. Τότες ακούστηκαν και τα ορνίθια, από τα σκόρπια ολόγυρα καλύβια στα λόγγα και στα χωράφια ανάμεσα.

Στες κακοτοπιές, πούτον στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.

Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.

Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξαν, — έτσι θα το ειπώ, από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος, ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.

Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου. Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου.

Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι' αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην Ξενιτειά.

Αφτός τόχε δοσμένα στο Δία, τον αφέντη γιο του Κρόνου, πάλε ο Δίας τόδωκε στον αργοφονιά Ερμή, τον αγωγιάτη, και πάλε αφτός στον Πέλοπα, τεχνίτη αμαξολάτη, 105 κι' ο Πέλοπας στον βασιλιά τόσων λαών Ατρέα· τ' άφισε αφτός πεθαίνοντας στο μυριοπλούσιο Θιέστη· στον Αγαμέμνο τ' άφισε κι' εκείνος, που έχοντάς το, να βασιλέβει σε πολλά νησά και στ' Άργος όλο.

Σαν πλάκωσαν σε λίγο οι άλλοι από τον ανήφορο με τον αγωγιάτη, μου την άρπαξανέτσι θα το ειπώ, — από τα χέρια μου, με την παντοχή πως μ' απαλλάζουν από βάρος, που εγώ ήμουν τόσο ευχαριστημένος ενόσω μοναχός μου της πρόσφερνα τη βοήθεια μου. Είχα φοβηθή κ' εγώ πολύ.